ψευτομάρτυρας

ψευτομάρτυρας
ο лжесвидетель

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ψευτομάρτυρας" в других словарях:

  • ψευτομάρτυρας — ο, Ν ψευδομάρτυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ τού ψεύτης + μάρτυρας] …   Dictionary of Greek

  • ψευτομάρτυρας — ο βλ. ψευδομάρτυρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψευδομάρτυς — υρος, ο, η, ΝΜΑ, και ψευδομάρτυρας και ψευτομάρτυρας, ο, Ν μάρτυρας που συνειδητά δίνει ψευδή κατάθεση, που καταθέτει ψεύτικα στοιχεία ως αληθινά ή παρασιωπά άλλα (α. «είναι γνωστός ψευδομάρτυρας» β. καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων οὐχ… …   Dictionary of Greek

  • ψευτομαρτυριά — η, Ν [ψευτομάρτυρας] ψευδομαρτυρία …   Dictionary of Greek

  • ψευτομαρτυρώ — άω, Ν [ψευτομάρτυρας] ψευδομαρτυρώ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»